επικαλαμώμαι

επικαλαμώμαι
ἐπικαλαμῶμαι, -άομαι (Α)
σταχυολογώ μετά τον θερισμό, συνάζω τά απομεινάρια τού θερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλαμώμαι (< καλάμη) «συλλέγω τα στάχια μετά τον θερισμό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”